
Το μελάνωμα αποτελεί κακόηθες νεόπλασμα του δέρματος προερχόμενο από τα μελανοκύτταρα.
Η συχνότερη εντόπισή του είναι στο δέρμα, μπορεί όμως να εντοπιστεί και στους βλεννογόνους, υπονύχια και στον οφθαλμό.
Η έγκαιρη διάγνωση του μελανώματος εξασφαλίζει στον ασθενή πλήρη ίαση χωρίς καμιά επιβάρυνση στο προσδόκιμο επιβίωσης του. Αντίθετα η καθυστερημένη διάγνωσή του μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την επιβίωση του ατόμου.
Το μελάνωμα αναπτύσσεται 80% σε υγιές δέρμα και μόνο 20% σε προϋπάρχον σπίλο.
Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνισή του αποτελούν το ιστορικό προηγούμενου μελανώματος, το θετικό οικογενειακό ιστορικό, ο ανοιχτόχρωμος φωτότυπος, το ιστορικό εγκαυμάτων κατά την παιδική ηλικία, η ύπαρξη πολυάριθμων σπίλων ή συνδρόμου δυσπλαστικών σπίλων.
Σημαντικότατη για την έγκαιρη διάγνωση του μελανώματος είναι η αυτοεξέταση δύο φορές το έτος. Οποιαδήποτε εμφάνιση νέας βλάβης ή αλλαγή προϋπάρχουσας βλάβης θα πρέπει να ακολουθείται από δερματοσκοπική εξέταση από Δερματολόγο. Επιπρόσθετα συστήνεται ως screening test ο ετήσιος έλεγχος όλων των βλαβών και η έγκαιρη διάγνωση των περιπτώσεων μελανώματος.
Έχοντας πάντα υπ’όψιν ότι η έγκαιρη διάγνωση και δερματοχειρουργική αφαίρεση του μελανώματος εξασφαλίζει και την απόλυτη ίαση.